- ευσυνείδητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, -ον)(για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα»)νεοελλ.εκείνος που έχει συνείδηση τών υποχρεώσεών του, που εργάζεται ή ενεργεί με σοβαρότητα και εντιμότητα («ευσυνείδητος δικαστής, δάσκαλος κ.λπ.»)μσν.-αρχ.1. αυτός που έχει καθαρή συνείδηση, που είναι βέβαιος ότι έχει ενεργήσει τίμια2. άψογος, ανεπίληπτος3. ευνόητος, ευκολονόητος.επίρρ...ευσυνειδήτως και ευσυνείδητα (ΑΜ ευσυνειδήτως)1. με ήρεμη συνείδηση, με τη βεβαιότητα ότι όλα έγιναν τίμια και σωστά2. με ευσυνειδησία, με σοβαρότητα και εντιμότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ειδητός (< σύν-οιδα «γνωρίζω μαζί με κάποιον ή για κάποιον κάτι»). Η αρχική σημασία τής λ. ήταν «αυτός που έχει ήσυχη και καθαρή τη συνείδησή του». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται κυρίως για ανθρώπους που εργάζονται ή ενεργούν με υπευθυνότητα (ευσυνείδητος υπάλληλος, δάσκαλος κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.